- φιλοδέσποτος
- φιλοδέσποτοςloving one's lordmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοδέσποτος — ον, Α 1. (για δούλο) αυτός που είναι αφοσιωμένος στον κύριό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοδέσποτον η φιλοδεσποτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. αὐτο δέσποτος] … Dictionary of Greek
φιλοδεσποτώτερον — φιλοδέσποτος loving one s lord masc acc comp sg φιλοδέσποτος loving one s lord neut nom/voc/acc comp sg φιλοδέσποτος loving one s lord adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδέσποτον — φιλοδέσποτος loving one s lord masc/fem acc sg φιλοδέσποτος loving one s lord neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδεσπότοις — φιλοδέσποτος loving one s lord masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδεσπότου — φιλοδέσποτος loving one s lord masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδεσπότους — φιλοδέσποτος loving one s lord masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδεσπότῳ — φιλοδέσποτος loving one s lord masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδέσποτα — φιλοδέσποτος loving one s lord neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδέσποτοι — φιλοδέσποτος loving one s lord masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδεσποτία — και δ. γρφ. φιλοδεσποτεία, ἡ, Α [φιλοδέσποτος] αφοσίωση προς τον δεσπότη, το να είναι κανείς αφοσιωμένος στον κύριό του … Dictionary of Greek